- ταΐνι
- τό1) порция (корма); 2) трёпка, взбучка;
εφαγ'δνα ταΐνι πού 'ταν όλο δικό του — он получил хорошую взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφαγ'δνα ταΐνι πού 'ταν όλο δικό του — он получил хорошую взбучку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταΐνι — ταΐνι, το και ταγίνι, το μερίδα τροφής ζώων ή ανθρώπων: Δώσε στο άλογο το ταΐνι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταΐνι — το, Ν βλ. ταγίνι … Dictionary of Greek
Taenia — Ta̲e̲|nia1 [aus lat. taenia, Gen.: taeniae = Band; Binde; Streifen (von gleichbed. gr. ταινια)] w; , ...iae: Gewebestreifen, Markstreifen, Gewebesaum (Anat.); eindeutschend auch: ↑Tänie. Ta̲e̲|nia chorio|i̱dea (ven|tri̱culi latera̱lis): zarter… … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
ταγίνι — και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν 1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή 2. (κατ επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.) 3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Diplotän — Di|plo|tä̱n [zu ↑diplo... u. lat. taenia (von gr. ταινια) = Band, Binde] s; s, e: Stadium der Zellteilung, in dem unter Verkürzung der Fäden die Trennung der Chromosomen beginnt (Biol.) … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
ταγίνι — το βλ. ταΐνι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)